κυνηγετῶ

κυνηγετῶ
κυνηγετέω
hunt
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
κυνηγετέω
hunt
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυνηγετώ — κυνηγετῶ, έω και δωρ. τ. κυνογετῶ (Α) [κυνηγέτης] 1. κυνηγώ, θηρεύω («ἀλλ ἀναγκάσω κυνηγετεῑν ἐγὼ τούτους ἅπαντας», Αριστοφ.) 2. μτφ. κατασκοπεύω, ιχνηλατώ, καταδιώκω («πᾱσα δὲ πόλις τῶν διωκόντων καὶ κυνηγετούντων τοὺς ὑποφεύγοντας καὶ… …   Dictionary of Greek

  • κυναγετώ — κυναγετῶ, έω (Α) (δωρ. τ.) βλ. κυνηγετώ …   Dictionary of Greek

  • κυνηγέσσω — και αττ. τ. κυνηγέττω (Α) θηρεύω, κυνηγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κυνηγετῶ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”